-
1 καλλυντικά
[каллиндика] ουσ. о. κληθ. косметика.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καλλυντικά
-
2 косметика
косметика ж 1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική 2) (средства) το κοσμητικό, τα καλλυντικά* * *ж1) ο καλλωπισμός, η κοσμητική2) ( средства) το κοσμητικο, τα καλλυντικά -
3 парфюмерия
-
4 изделие
το προϊόνпрессованные - я πρεσαριστά/συμπιεσμένα - ταювелирные - я τα κοσμήματα, τα χρυσαφικάготовое - έτοιμο -, τελειωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изделие
-
5 косметика
1. (мероприятия по уходу за кожей) η αισθητική 2. (средства для придания свежести и красоты коже) τα καλλυντικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > косметика
-
6 парфюмерия
1. (косметические товары) τα αρώματα, τα καλλυντικά 2. (производство косметических товаров) η κατασκευή αρωμάτων/καλλυντικών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > парфюмерия
-
7 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
8 косметика
космет||икаж 1, ἡ κοσμητική, ὁ καλλωπισμός, ἡ καλλωπιστική·2. собир. (средства) τά καλλυντικά. -
9 парфюмерия
парфюмер||ияж τά ἀρώματα, τά καλλυντικά, τά μυρωδικά. -
10 косметика
[κασμιέτικα] ουσ. θ. κοσμετική, καλλυντικά -
11 косметика
[κασμιέτικα] ουσ θ κοσμετική, καλλυντικά
См. также в других словарях:
καλλυντικά — Παρασκευάσματα που χρησιμοποιούνται για την υγιεινή περιποίηση και τον καλλωπισμό του δέρματος, των νυχιών, των μαλλιών κλπ. Τα διάφορα κ. προσφέρονται στο εμπόριο με τη μορφή ελαίων, γαλακτωμάτων, αλοιφών (κρέμες), σκόνης (πούδρες), υδατικών ή… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
αλιπής — (I) ἀλιπής, ές (Α) [λίπος] 1. αυτός που δεν έχει λίπος, ισχνός, αχαμνός, άπαχος 2. (για καλλυντικά) αυτός που δεν περιέχει λιπαρές ουσίες. (II) ἀλιπής, ές (Α) συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, αέναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιπής < ἔλιπον,… … Dictionary of Greek
ασβεστώνω — [ασβέστης] 1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο 2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωπο («ασβεστωμένα μούτρα») 3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση … Dictionary of Greek
αφαρμάκευτος — η, ο (Α ἀφαρμάκευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν φαρμακώθηκε, που δεν δηλητηριάστηκε 2. όποιος δεν δοκίμασε πίκρες αρχ. 1. αυτός που δεν έχει ή που δεν πήρε φάρμακο ή γιατρικό 2. φρ. «ξανθίζειν ἀφαρμάκευτα» χωρίς βαφές ή καλλυντικά … Dictionary of Greek
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
εντρίβω — (Α ἐντρίβω) νεοελλ. τρίβω με θεραπευτική αλοιφή αρχ. 1. τρίβω μέσα ή πάνω σε κάτι 2. καταφέρω χτύπημα, χτυπώ, κακοποιώ κάποιον («Ίππονίκῳ δέ... ἐνέτριψε κόνδυλον» τού έδωσε γροθιά, Πλούτ.) 3. τρίβω με καλλυντική ουσία 4. μέσ. βάζω καλλυντικά,… … Dictionary of Greek
επίχριστος — η, ο (AM ἐπίχριστος, ον) [επιχρίω] αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί αρχ. 1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα») 2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία») 3. (το… … Dictionary of Greek
κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… … Dictionary of Greek